Greek Meaning of garmenting
Bekleidung
Other Greek words related to Bekleidung
- ρούχα
- σάλτσα
- ένδυση
- ένδυση
- διάταξη
- ένδυση
- στολισμός
- παράφερνα
- κουρτίνα
- κατοικούμενος
- ντύσιμο
- κατάλληλος
- περιτύλιγμα
- κοστούμια
- δάπεδο (έξω)
- ντύσιμο
- επικάλυψη
- ένδυμα
- σηκώνομαι
- φόρεμα
- Σύστημα Αρματωσιάς (έξω)
- πηγαίνω στην τουαλέτα
- γιλέκο
- εξάρτηση
- εξαρτήματα
- Καμουφλάζ
- επίπληξη
- εξοπλισμός
- Επίπλωση
- στριμώχνω
- επενδύσεις
- επένδυση
- Mantling
- εξοπλισμός
- σπαργάνωση
- Ραπτική
- απόκτηση
- βαρετός
- επισκευάζω
- περιβάλλοντος
- ένδυμα
- ενεργοποιώντας
- Συμβαίνει
- σπαργάνωμα
- Ντύσιμο (πάνω ή κάτω)
- ελλειπής ενδυμασία
- ενστόλιση
Nearest Words of garmenting
Definitions and Meaning of garmenting in English
garmenting
to clothe with or as if with a garment, an article of clothing
FAQs About the word garmenting
Bekleidung
to clothe with or as if with a garment, an article of clothing
ρούχα,σάλτσα,ένδυση,ένδυση,διάταξη,ένδυση,στολισμός,παράφερνα,κουρτίνα,κατοικούμενος
εκδύομαι,απόσυρση,Γδύσιμο,Γδύσιμο,αποδιοργανωτικό,αποεπένδυση,αποκάλυψη,αποκάλυψη,αποψίλωση,ξεμάζεμα
garlands => γιρλάντες, garderobes => Γκαρνταρόμπες, garderobe => γκαρνταρόμπα, garden-variety => συνηθισμένος, gardens => κήποι,