FAQs About the word uncovering

αποκάλυψη

the removal of covering, the act of discovering somethingof Uncover

συνείδηση,αποκάλυψη,έκθεση,εύρημα,αποκάλυψη,αποκάλυψη,δημιουργία,ανίχνευση,ανακάλυψη,κατασκοπεία

εξαφάνιση,απώλεια,απόκρυψη,κρύβοντας

uncovered => αποκαλυμμένος, uncover => αποκαλύπτουν, uncovenanted => μη συμφωνηθεί, uncovenable => ακατάλληλος, uncouthness => αγένεια,