Greek Meaning of rediscovery
Επανακάλυψη
Other Greek words related to Επανακάλυψη
Nearest Words of rediscovery
Definitions and Meaning of rediscovery in English
rediscovery (n)
the act of discovering again
FAQs About the word rediscovery
Επανακάλυψη
the act of discovering again
ανίχνευση,ανακάλυψη,εύρημα,αποκάλυψη,συνείδηση,δημιουργία,αποκάλυψη,εξερεύνηση,έκθεση,διάστικτος
εξαφάνιση,απώλεια,απόκρυψη,κρύβοντας
rediscover => ανακαλύπτω ξανά, redisburse => επαναδιανέμω, redirect examination => επανεξέταση, redirect => ανακατεύθυνση, redintegration => επανένταξη,