FAQs About the word redisseize

επανακαταλαμβάνω

To disseize anew, or a second time.

No synonyms found.

No antonyms found.

redisposition => αναδιοργάνωση, redispose => ξαναστήσει, rediscovery => Επανακάλυψη, rediscover => ανακαλύπτω ξανά, redisburse => επαναδιανέμω,