FAQs About the word garotting

στραγγαλισμός

to strangle with or as if with a garrote, the apparatus used, an implement (as a wire with a handle at each end) for strangling, a method of execution by strang

ασφυξία,ασφυκτικός,ασφυκτικός,ασφυκτικός,αποπνικτικός

Αποκατάσταση,αναβιωτικό,αναζωογονώντας

garottes => γκαρότα, garotted => στραγγαλισμένος, garnitures => Γαρνιτούρες, garnishments => κατασχέσεις, garnishes => γαρνιτούρες,