Greek Meaning of doing up
επισκευάζω
Other Greek words related to επισκευάζω
- διακοσμώντας
- διακόσμηση
- κουρτίνα
- ντύσιμο
- να φτιάχνομαι
- διάταξη
- Εξώραϊση
- στολισμός
- οικόσημο
- παράφερνα
- δάπεδο βεράντας
- κάνει
- σάλτσα
- στολισμός
- φλογερός
- Ανάγλυφη εκτύπωση
- εμπλουτίζων
- Γιρλάντες
- γαρνίρισμα
- διακοσμώντας
- διακοσμώντας
- Ζωγραφική
- Κοπή
- Διακόσμηση
- ντύσιμο
- Διακόσμηση
- Επιτήδευση
- Λαμπυρίζει (ή στολισμένο)
- στολισμός
- ομορφαίνω (κάτι)
- απάτη (έξω)
- κυρίαρχος
- πλέξιμο
- φωτεινό
- καταδίωξη
- κέντημα
- φτέρωμα
- υπολογισμός
- Φιλετάρισμα
- Καθίζηση
- αναζωογονητικός
- φάρδος
- κρόσσια
- φουρό
- στεφάνια
- επιχρύσωση
- κρεμαστό
- κοσμήματα
- κοσμήματα
- ταινιοσκόπηση
- παγίδευση
- στεφάνι
- αξεσουάρ
- αρίχνω
- ρόμβος
- φιλιγκράν
- έξυπνος
- κομπασμός
Nearest Words of doing up
Definitions and Meaning of doing up in English
doing up
to prepare so as to preserve for later use can entry 2, put up, to deck (someone) out, to prepare (something) for wear or use (as by cleaning or repairing), to furnish (something) with something ornamental, to wrap (something) up, fasten, exhaust, wear out
FAQs About the word doing up
επισκευάζω
to prepare so as to preserve for later use can entry 2, put up, to deck (someone) out, to prepare (something) for wear or use (as by cleaning or repairing), to
διακοσμώντας,διακόσμηση,κουρτίνα,ντύσιμο,να φτιάχνομαι,διάταξη,Εξώραϊση,στολισμός,οικόσημο,παράφερνα
δυσφημούντες,παραμορφωτικός,αποσυναρμολόγηση,Εμφανίζοντας,εκθέτω,φθορά,αποκαλυπτικός,ουλή,απλούστευση,κακομαθαίνω
doing in => κάνει μέσα, doing for => για, doing down => κάνω κάτω, doing by => κάνοντας από, doing away with => κατάργηση,