Greek Meaning of doing away with
κατάργηση
Other Greek words related to κατάργηση
- κατάργηση
- αποφυγή
- ακύρωση
- ακύρωση
- κατάργηση
- κυλάει πίσω
- παραμερίζοντας
- ανατροπή
- μειούμενου
- Κατάργηση
- ακύρωση
- απορρίπτω
- διαλυτικός
- ακυρώνοντας
- ακυρώνει
- ανατροπή
- ακύρωση
- ανακλήσεις
- όπισθεν
- ανάκληση
- εκκένωση
- κένωση
- απόσυρση
- ακύρωση
- άρνηση
- ακυρώνοντας
- αναστολή
- απαγόρευση
- κλήση
- Απαγορεύει
- πτώση
- εξαλείφοντας
- Επιβάλλοντας
- εξάλειψη
- σβήσιμο
- απαγορευτικό
- απαγόρευση
- επικράτηση
- άκυρο
- Απορριπτικός
- Απομάκρυνση
- συρριγμός
- βάζω βέτο
- Διακοπή (μαθημάτων)
- αναλύοντας
- αντιδιαταγή
- ακύρωση
- απαγορευτικό
- υπενθύμιση
- εκτινάσσοντας
- διαγραφή
- ψήφιση
- ίδρυση
- ιδρυτικός
- νομοθέτηση
- ξαπλωμένος
- επιτρέποντας
- Εγκριτικός
- εξουσιοδοτώντας
- Εγκαθιδρύοντας
- περνώντας
- επιτρέποντας
- επικυρώνοντας, εγκρίνοντας
- επικύρωση
- εκκαθάριση
- επιτακτικός
- επικύρωση
- τυποποίηση
- επικυρώνοντας
- Νομιμοποίηση
- Νομιμοποίηση
- νομιμοποίηση
- επιβάλλων κυρώσεις
- εγγυημένος
- υποχρεωτικός
- συνταγογράφηση
Nearest Words of doing away with
Definitions and Meaning of doing away with in English
doing away with
the first tone of the major scale in solfège, tour, to spend (time) in prison, wash, to pass over, to work at as a vocation, put, to come to or make an end, fuss, ado, battle, cook, to attack physically, to be engaged in the study or practice of, kill, to bring to pass, to put forth, to put in order, to treat unfairly, to be fitting, a festive get-together, perform, execute, bring about, effect, to travel at a speed of, to treat or deal with in any way typically with the sense of preparation or with that of care or attention, a command or entreaty to do something, to have sexual intercourse with, to perform in or serve as producer of, use sense 4, mimic, to prepare for use or consumption, to bring to an end, to treat with respect to physical comforts, to be active or busy, to be adequate or sufficient, to apply cosmetics to, to play the role or character of, cheat, hairdo, cheat, swindle, to wear out especially by physical exertion, act, behave, to serve out (a period of imprisonment), to serve the needs of, to approve especially by custom, opinion, or propriety, decorate, furnish, to give freely, set, arrange, get along, fare, to carry on business or affairs, to partake of, commit, to bring into existence, to take place, to behave like, deed, duty
FAQs About the word doing away with
κατάργηση
the first tone of the major scale in solfège, tour, to spend (time) in prison, wash, to pass over, to work at as a vocation, put, to come to or make an end, fus
κατάργηση,αποφυγή,ακύρωση,ακύρωση,κατάργηση,κυλάει πίσω,παραμερίζοντας,ανατροπή,μειούμενου,Κατάργηση
ψήφιση,ίδρυση,ιδρυτικός,νομοθέτηση,ξαπλωμένος,επιτρέποντας,Εγκριτικός,εξουσιοδοτώντας,Εγκαθιδρύοντας,περνώντας
doing a number on => να κάνω ένα νούμερο σε, dogsbodies => τσιράκια, dog's breakfasts => πρωινά για σκύλους, dogs => σκύλοι, do-goodisms => Καλοσύνη,