Greek Meaning of prescribing
συνταγογράφηση
Other Greek words related to συνταγογράφηση
- οριστικός
- καθορισμός
- διάταξη
- υπαγόρευση
- σκηνοθεσία
- διακατέχοντας
- ανάθεσης
- προσφορά
- φόρτιση
- επιλέγω
- εξαναγκασμός
- επιτακτικός
- πειστικός
- αγωγός
- περιοριστική
- Ελεγχόμενος
- διατάσσων
- Επιβάλλοντας
- επιδιόρθωση
- Επιβολή
- Κυβερνών
- διδάσκοντας
- ξαπλωμένος
- κορυφαία
- διαχείριση
- προθυμος
- χειροτονία
- απαιτητικό
- επιλογή
- ρύθμιση
- κατακάθιση
- λέγοντας
Nearest Words of prescribing
Definitions and Meaning of prescribing in English
prescribing
to claim title or a right to something (as an easement) by prescription, to lay down as a guide, direction, or rule of action, to become unenforceable or invalid by prescription, to order or direct the use of something as a remedy, to designate or order the use of as a remedy, to lay down as a rule or guide, to write or give medical prescriptions, to lay down as a rule of action, to become by prescription invalid or unenforceable, to specify with authority, to claim a title to something by right of prescription, to lay down a rule, to invalidate or bar the enforcement of by prescription
FAQs About the word prescribing
συνταγογράφηση
to claim title or a right to something (as an easement) by prescription, to lay down as a guide, direction, or rule of action, to become unenforceable or invali
οριστικός,καθορισμός,διάταξη,υπαγόρευση,σκηνοθεσία,διακατέχοντας,ανάθεσης,προσφορά,φόρτιση,επιλέγω
No antonyms found.
preschoolers => παιδιά προσχολικής ηλικίας, presbyters => πρεσβύτεροι, presaging => προμηνύοντας, presaged => προμήνυσε, prerogatives => Προνόμια,