Greek Meaning of forcing
Επιβολή
Other Greek words related to Επιβολή
- εξαναγκασμός
- πειστικός
- υποχρεωτικός
- προθυμος
- πιεστικός
- εκβιασμός
- εκβιασμός
- εκφοβισμός
- περιοριστική
- καταναγκαστική στρατολόγηση
- οδήγηση
- επιτακτικός
- εντυπωσιακός
- φοβερός
- κατασκευή
- μυώδες
- επείγον
- Γεμίζω μ' άμμο
- ενοχλητικός
- εκφοβισμός
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- σέρνοντας
- παρενόχληση
- κήρυγμα
- πίεση
- καταδίωξη
- απειλητικός
- ντροπιαστικό
- Τρομοκρατικός
- απειλητικός
- Στριφογύρισμα του χεριού
Nearest Words of forcing
Definitions and Meaning of forcing in English
forcing (p. pr. & vb. n.)
of Force
forcing (n.)
The accomplishing of any purpose violently, precipitately, prematurely, or with unusual expedition.
The art of raising plants, flowers, and fruits at an earlier season than the natural one, as in a hitbed or by the use of artificial heat.
FAQs About the word forcing
Επιβολή
of Force, The accomplishing of any purpose violently, precipitately, prematurely, or with unusual expedition., The art of raising plants, flowers, and fruits at
εξαναγκασμός,πειστικός,υποχρεωτικός,προθυμος,πιεστικός,εκβιασμός,εκβιασμός,εκφοβισμός,περιοριστική,καταναγκαστική στρατολόγηση
επιτρέποντας,αφήνοντας,επιτρέποντας,υποστηρίζοντας,επαγωγική,μετακινούμενο,μιλάω (σε),πειστικός,πειθώ,επικρατούσα (επί ή επί)
forcibly => με τη βία, forcibleness => Βία, forcible-feeble => Αναγκασμένη-αδύναμη, forcible => βίαιος, forces of umar al-mukhtar => Οι δυνάμεις του Ομάρ αλ Μουχτάρ,