Greek Meaning of sandbagging
Γεμίζω μ' άμμο
Other Greek words related to Γεμίζω μ' άμμο
- εξαναγκασμός
- πειστικός
- οδήγηση
- Επιβολή
- υποχρεωτικός
- προθυμος
- πιεστικός
- εκβιασμός
- εκβιασμός
- εκφοβισμός
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- περιοριστική
- καταναγκαστική στρατολόγηση
- επιτακτικός
- εντυπωσιακός
- φοβερός
- κατασκευή
- μυώδες
- επείγον
- ενοχλητικός
- εκφοβισμός
- σέρνοντας
- παρενόχληση
- κήρυγμα
- πίεση
- καταδίωξη
- απειλητικός
- ντροπιαστικό
- Τρομοκρατικός
- απειλητικός
- Στριφογύρισμα του χεριού
Nearest Words of sandbagging
- sandblasted => αμμοβολής
- sandblasting => Αμμοβολή
- sandpapered => Λειασμένο
- sandpapering => Τρίψιμο
- sandwich (in or between) => σάντουιτς (μέσα ή ανάμεσα)
- sandwiched (in or between) => σφηνωμένος (σε ή μεταξύ)
- sandwiching (in or between) => σάντουιτς **(μέσα ή ανάμεσα)
- sangfroid => Ψυχραιμία
- sanitaria => υγειονομικά
- sanitariums => σανατόρια
Definitions and Meaning of sandbagging in English
sandbagging
to bank, stop up, or weight with sandbags, to hit or stun with or as if with a sandbag, a bag filled with sand and used in fortifications, as ballast, or as a weapon, to treat unfairly or harshly, to conceal or misrepresent one's true position, potential, or intent especially in order to gain an advantage over, a bag filled with sand, to coerce by crude means, to hide the truth about oneself so as to gain an advantage over another
FAQs About the word sandbagging
Γεμίζω μ' άμμο
to bank, stop up, or weight with sandbags, to hit or stun with or as if with a sandbag, a bag filled with sand and used in fortifications, as ballast, or as a w
εξαναγκασμός,πειστικός,οδήγηση,Επιβολή,υποχρεωτικός,προθυμος,πιεστικός,εκβιασμός,εκβιασμός,εκφοβισμός
επιτρέποντας,αφήνοντας,μετακινούμενο,επιτρέποντας,υποστηρίζοντας,επαγωγική,επικρατούσα (επί ή επί),ικανοποιητικό,μιλάω (σε),νικηφόρα (πάνω)
sandbagged => γεμάτο άμμο, sand(s) => άμμος, sanctums => ιερά, sanctions => κυρώσεις, sanctifications => αγιασμοί,