Greek Meaning of blackjacking
εκβιασμός
Other Greek words related to εκβιασμός
- εξαναγκασμός
- πειστικός
- οδήγηση
- Επιβολή
- υποχρεωτικός
- προθυμος
- εκβιασμός
- εκφοβισμός
- περιοριστική
- καταναγκαστική στρατολόγηση
- επιτακτικός
- εντυπωσιακός
- φοβερός
- κατασκευή
- μυώδες
- επείγον
- πιεστικός
- Γεμίζω μ' άμμο
- Στριφογύρισμα του χεριού
- ενοχλητικός
- εκφοβισμός
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- σέρνοντας
- παρενόχληση
- κήρυγμα
- πίεση
- καταδίωξη
- απειλητικός
- ντροπιαστικό
- Τρομοκρατικός
- απειλητικός
Nearest Words of blackjacking
Definitions and Meaning of blackjacking in English
blackjacking
to coerce with threats or pressure, a small oak of the southern U.S. with very dark bark, an often scrubby oak (Quercus marilandica) chiefly of the southeastern U.S., a tankard for beer or ale usually of tar-coated leather, a hand weapon typically consisting of a piece of leather-enclosed metal with a strap or springy shaft for a handle, a card game the object of which is to be dealt cards having a higher count than those of the dealer up to but not exceeding 21, an ace and a face card or ten as the first two cards dealt to a player in the game of blackjack, to strike with a blackjack, a small leather-covered club with a flexible handle, sphalerite
FAQs About the word blackjacking
εκβιασμός
to coerce with threats or pressure, a small oak of the southern U.S. with very dark bark, an often scrubby oak (Quercus marilandica) chiefly of the southeastern
εξαναγκασμός,πειστικός,οδήγηση,Επιβολή,υποχρεωτικός,προθυμος,εκβιασμός,εκφοβισμός,περιοριστική,καταναγκαστική στρατολόγηση
επιτρέποντας,αφήνοντας,μετακινούμενο,επιτρέποντας,μιλάω (σε),νικηφόρα (πάνω),υποστηρίζοντας,επαγωγική,επικρατούσα (επί ή επί),ικανοποιητικό
blackjacked => Μπλακτζάκ, blacking out => λιποθυμία, blackhander => εκβιαστής, blackens => μαυρίζει, blacked out => λιποθύμησε,