Greek Meaning of arguing
υποστηρίζοντας
Other Greek words related to υποστηρίζοντας
- ισχυριζόμενος
- ανταγωνιζόμενος
- πειστικός
- εξηγώντας
- επιμονή
- ικετευτικός
- συλλογισμός
- επικαλούμενος
- διεκδικώντας
- δεδομένου ότι
- δικαιολογώντας
- συντηρώντας
- αναφέρων
- πειθώ
- προτείνοντας
- υποδηλώνοντας
- προτείνοντας
- προελαύνοντας
- συμβουλεύοντας
- υπεράσπιση
- επιβεβαιωτικός
- ισχυριζόμενος
- εγγυητής
- ομολογώντας
- υπερασπιστής
- Συμβουλευτική
- συμβουλευτική
- αντιμετώπιση
- συζητώ
- υπερασπίζοντας
- συζήτηση
- διάψευση
- επιβολή
- Υποστηρίζοντας
- Giving = Δίνοντας
- προσφορά
- ορθολογικοποίηση
- διάψευση
- Συστήνοντας
- διαψεύδοντας
- υποβάλλει
- υποστηρίζων
- επείγον
Nearest Words of arguing
Definitions and Meaning of arguing in English
arguing (n)
a contentious speech act; a dispute where there is strong disagreement
arguing (p. pr. & vb. n.)
of Argue
FAQs About the word arguing
υποστηρίζοντας
a contentious speech act; a dispute where there is strong disagreementof Argue
ισχυριζόμενος,ανταγωνιζόμενος,πειστικός,εξηγώντας,επιμονή,ικετευτικός,συλλογισμός,επικαλούμενος,διεκδικώντας,δεδομένου ότι
Αποδεκτός,Συμφωνία,Συνυπάρχων,συγκαταθέτοντας,τα πηγαίνω καλά,σύμφωνος,συναίνων
argufy => συζητώ, arguer => διαφωνούντας, argued => ισχυρίστηκε, argue => διαφωνώ, arguably => αναμφισβήτητα,