Greek Meaning of adducing
προτείνοντας
Other Greek words related to προτείνοντας
Nearest Words of adducing
Definitions and Meaning of adducing in English
adducing (n)
citing as evidence or proof
adducing (p. pr. & vb. n.)
of Adduce
FAQs About the word adducing
προτείνοντας
citing as evidence or proofof Adduce
επικαλούμενος,αναφέρων,αναφέροντας,αναφορά,επικυρωτικό,τεκμηρίωση,παραδειγματικός,εικονογραφική,δημιουργία παρουσίας,ονοματοδοτώντας
No antonyms found.
adducible => επιχειρηματολογήσιμος, adducer => προσαγωγός, adducent => Προσαγωγός, adduced => συναγόμενο, adduce => υποστηρίζω,