Greek Meaning of referring (to)
αναφερόμενος στο
Other Greek words related to αναφερόμενος στο
- επικαλούμενος
- ενδεικτική
- αναφέρων
- παρατηρώντας
- σημειώνοντας
- αναφέροντας
- καθορισμός
- συγκινητικός
- αναφέροντας σε
- υπαινικτικός (για)
- εξηγώντας
- υπαινικτικός (σε)
- εισαγωγή
- ονοματοδοτώντας
- επισημαίνοντας
- υποδηλώνοντας
- διαφημίσεις
- ανακοινώνω
- ανατροφή
- εκπομπή
- clarifying
- διακαθάριση
- δηλώνοντας
- ορίζοντας
- πτώση
- υπονοώντας
- Συμπερασμα
- διεισδυτικός
- δημιουργία παρουσίας
- σκοπεύοντας
- παρεμβάλλοντας
- παρεμβάλλων
- υπονοώντας
- διακηρύσσοντας
- προφέροντας
- δημοσιοποίηση
- έκδοση
- σηματοδότηση
- σηματοδότηση
- σημαντική
- ορθογραφία
Nearest Words of referring (to)
Definitions and Meaning of referring (to) in English
referring (to)
to talk about or write about (someone or something) especially briefly, to have a direct connection or relationship to (something), to look at or in (something) for information
FAQs About the word referring (to)
αναφερόμενος στο
to talk about or write about (someone or something) especially briefly, to have a direct connection or relationship to (something), to look at or in (something)
επικαλούμενος,ενδεικτική,αναφέρων,παρατηρώντας,σημειώνοντας,αναφέροντας,καθορισμός,συγκινητικός,αναφέροντας σε,υπαινικτικός (για)
αγνοώντας,λήθη,αγνοώντας,παραμελώ,θέα,διερχόμενος,προσπέραση,υποτιμητικό
referred (to) => αναφέρεται (σε), referencing => αναφορά, referees => διαιτητές, refereed => διαιτηθέντες, refer (to) => παραπέμπω σε,