Greek Meaning of refilled
ξαναγέμισαν
Other Greek words related to ξαναγέμισαν
- φορτωμένο
- αναζωογονητικό
- Επαναφορτωμένο
- επανασυσκευασμένο
- αναπληρώθηκε
- με γείσο
- φορτισμένος
- γεμάτο
- Μουσκέματος
- πλημμυρισμένος
- Μπουχτισμένος
- σωρός
- μαρμελάδα
- συσκευασμένο
- έσπρωξε
- Γεμιστό
- βυθισμένος
- φουσκωμένος
- ογκώδης
- γεμάτο
- θρυμματισμένος
- κυψελοειδής
- κατάμεστος
- μπερδεμένο
- Υπερφορτωμένος
- γεμάτο
- υπερχειλισμένος
- πιεσμένο
- χτύπησε
- κορεσμένος
- πλακωμένος
- συμπιεσμένο
Nearest Words of refilled
- refinanced => refinanced
- refinancing => αναχρηματοδότηση
- refines => διυλίζει
- refitted => Ανακαινισμένο
- refitting => επισκευή
- refixed => Επισκευασμένο
- refixes => προθήματα
- refixing => επισκευή
- reflect (on or upon) => προβληματίζομαι (πάνω σε ή για)
- reflected (on or upon) => αντανακλάται (πάνω ή πάνω)
Definitions and Meaning of refilled in English
refilled
something provided again, a second or later filling of a medical prescription, a new or fresh supply of something, a prescription compounded and dispensed for a second or subsequent time without an order from the physician, to fill again, to fill or become filled again, a product or a container and a product used to refill the exhausted supply of a device, a replacement in a cavity of removed liquid or other material or a substitution (as of gas) for such material, to become filled again, to fill (a prescription) a second or subsequent time
FAQs About the word refilled
ξαναγέμισαν
something provided again, a second or later filling of a medical prescription, a new or fresh supply of something, a prescription compounded and dispensed for a
φορτωμένο,αναζωογονητικό,Επαναφορτωμένο,επανασυσκευασμένο,αναπληρώθηκε,με γείσο,φορτισμένος,γεμάτο,Μουσκέματος,πλημμυρισμένος
καθαρισμένος,εξαντλημένος,στραγγισμένος,αποκλείστηκε,εξαντλημένος,ξεκαθαρισμένο,αποσύρθηκε (έξω),αδειασμένος,κοκκινισμένος,φωτισμένος
refiguring => Αναδιαμόρφωση, refigured => αναδιαμορφωμένος, refers (to) => αναφέρεται, referring (to) => αναφερόμενος στο, referred (to) => αναφέρεται (σε),