Greek Meaning of replenished
αναπληρώθηκε
Other Greek words related to αναπληρώθηκε
- φορτωμένο
- συσκευασμένο
- ξαναγέμισαν
- αναζωογονητικό
- γεμάτο
- πλημμυρισμένος
- μαρμελάδα
- Επαναφορτωμένο
- επανασυσκευασμένο
- Γεμιστό
- φουσκωμένος
- με γείσο
- ογκώδης
- φορτισμένος
- γεμάτο
- θρυμματισμένος
- Μουσκέματος
- Μπουχτισμένος
- σωρός
- κυψελοειδής
- κατάμεστος
- μπερδεμένο
- Υπερφορτωμένος
- γεμάτο
- υπερχειλισμένος
- πιεσμένο
- χτύπησε
- κορεσμένος
- έσπρωξε
- πλακωμένος
- συμπιεσμένο
- βυθισμένος
Nearest Words of replenished
Definitions and Meaning of replenished in English
replenished (imp. & p. p.)
of Replenish
FAQs About the word replenished
αναπληρώθηκε
of Replenish
φορτωμένο,συσκευασμένο,ξαναγέμισαν,αναζωογονητικό,γεμάτο,πλημμυρισμένος,μαρμελάδα,Επαναφορτωμένο,επανασυσκευασμένο,Γεμιστό
εξαντλημένος,στραγγισμένος,αποκλείστηκε,εξαντλημένος,καθαρισμένος,ξεκαθαρισμένο,αποσύρθηκε (έξω),αδειασμένος,κοκκινισμένος,φωτισμένος
replenish => αναπληρώνω, repleader => απάντηση, replead => απαντώ, replay => Επανάληψη, replantation => Επανεμφύτευση,