Greek Meaning of reloaded
Επαναφορτωμένο
Other Greek words related to Επαναφορτωμένο
- φορτωμένο
- συσκευασμένο
- ξαναγέμισαν
- αναζωογονητικό
- επανασυσκευασμένο
- αναπληρώθηκε
- φουσκωμένος
- με γείσο
- ογκώδης
- φορτισμένος
- γεμάτο
- Μουσκέματος
- πλημμυρισμένος
- Μπουχτισμένος
- σωρός
- κατάμεστος
- μαρμελάδα
- έσπρωξε
- Γεμιστό
- βυθισμένος
- γεμάτο
- θρυμματισμένος
- κυψελοειδής
- μπερδεμένο
- Υπερφορτωμένος
- γεμάτο
- υπερχειλισμένος
- πιεσμένο
- χτύπησε
- κορεσμένος
- πλακωμένος
- συμπιεσμένο
Nearest Words of reloaded
- reloading => επαναφόρτωση
- relocate (to) => Μετεγκατάσταση (σε)
- relocated (to) => μετακόμισε (σε)
- relocatee => μετεγκατεστημένος
- relocates (to) => μετεγκαθίσταται (σε)
- relocating => µετακόμιση
- relocating (to) => μετακόμιση σε
- reluctances => δισταγμοί
- rely (on or upon) => βασίζω
- rely (on) => βασίζομαι (σε)
Definitions and Meaning of reloaded in English
reloaded
to load again, to load or be loaded into a computer's memory or storage again, to put a charge or load into a weapon again, to put a renewed supply of funds or resources into an account
FAQs About the word reloaded
Επαναφορτωμένο
to load again, to load or be loaded into a computer's memory or storage again, to put a charge or load into a weapon again, to put a renewed supply of funds or
φορτωμένο,συσκευασμένο,ξαναγέμισαν,αναζωογονητικό,επανασυσκευασμένο,αναπληρώθηκε,φουσκωμένος,με γείσο,ογκώδης,φορτισμένος
εξαντλημένος,στραγγισμένος,αποσύρθηκε (έξω),αποκλείστηκε,εξαντλημένος,καθαρισμένος,ξεκαθαρισμένο,αδειασμένος,κοκκινισμένος,φωτισμένος
relived => ανακουφισμένος, relit => άναψε πάλι, relishes => λιχουδιές, reliquaries => λείψανα, relinquishes => εγκαταλείπει,