Greek Meaning of relocating

µετακόμιση

Other Greek words related to µετακόμιση

Definitions and Meaning of relocating in English

relocating

to move to a new location, to locate again

FAQs About the word relocating

µετακόμιση

to move to a new location, to locate again

μετακινούμενο,Απομάκρυνση,μετατόπιση,μεταφορά,φέροντας,μεταφέροντας,μετατοπίζοντας,ανησυχητικό,μεταφορά,αντικαθιστώντας

αγκύρωση,επιδιόρθωση,κατάψυξη,αγκυροβόλιο,προστασία,ρύθμιση,σταθεροποιητικός,ενσωμάτωση,οχυρωματική,ενσωμάτωση

relocates (to) => μετεγκαθίσταται (σε), relocatee => μετεγκατεστημένος, relocated (to) => μετακόμισε (σε), relocate (to) => Μετεγκατάσταση (σε), reloading => επαναφόρτωση,