Greek Meaning of transporting
μεταφορικός
Other Greek words related to μεταφορικός
Nearest Words of transporting
- transporter => Μεταφορέας
- transported => μεταφερόμενος
- transportation system => σύστημα μεταφορών
- transportation security administration => Διοίκηση Ασφάλειας Μεταφορών
- transportation secretary => υπουργός Μεταφορών
- transportation company => Εταιρεία μεταφορών
- transportation => μεταφορά
- transportant => μεταφορέας
- transportance => μεταφορά
- transportal => μεταφορά
Definitions and Meaning of transporting in English
transporting (p. pr. & vb. n.)
of Transport
transporting (a.)
That transports; fig., ravishing.
FAQs About the word transporting
μεταφορικός
of Transport, That transports; fig., ravishing.
αποστολή,αποστολή,αποστολή,συσκευασία (εκτός),αποστολή,μεταφορά,εκπέμπομενος,αντιμετώπιση,προελαύνοντας,απονέμοντας
Αποδεκτός,λήψη,Αποκτώντας,σχεδίαση,εισόδημα,κέρδος,αποκτώντας,αποκτώντας,προμήθεια,προστασία
transporter => Μεταφορέας, transported => μεταφερόμενος, transportation system => σύστημα μεταφορών, transportation security administration => Διοίκηση Ασφάλειας Μεταφορών, transportation secretary => υπουργός Μεταφορών,