Greek Meaning of transmitting

εκπέμπομενος

Other Greek words related to εκπέμπομενος

Definitions and Meaning of transmitting in English

Wordnet

transmitting (n)

the act of sending a message; causing a message to be transmitted

Webster

transmitting (p. pr. & vb. n.)

of Transmit

FAQs About the word transmitting

εκπέμπομενος

the act of sending a message; causing a message to be transmittedof Transmit

επικοινωνία,μεταφέροντας,διασπείροντας,Giving = Δίνοντας,imparting,πολλαπλασιαζόμενος,εξάπλωση,αγωγός,παράδοση,μεταφορά

αλίευση,σύναψη σύμβασης,κάθοδος (με)

transmittible => μεταδοτικός, transmitter => πομπός, transmitted => μεταδιδόμενο, transmittance => διαπερατότητα, transmittal => διαβίβαση,