FAQs About the word conveying

μεταφέροντας

act of transferring property title from one person to another

επικοινωνία,Giving = Δίνοντας,εξάπλωση,εκπέμπομενος,αγωγός,παράδοση,διασπείροντας,imparting,πολλαπλασιαζόμενος,μεταφορά

αλίευση,σύναψη σύμβασης,κάθοδος (με)

conveyer belt => ταινία μεταφοράς, conveyer => Μεταφορέας, conveyancing => μεταβίβαση κυριότητας, conveyancer => συμβολαιογράφος, conveyance of title => μεταβίβαση τίτλου,