Greek Meaning of convince
πείθω
Other Greek words related to πείθω
- φέρνω
- πείθω
- ικανοποιώ
- διαφωνώ
- ελκω
- πείθω
- μετατρέπω
- δελεάζω
- κέρδος
- πάρει
- προκαλώ
- κινώ
- μιλάω (σε)
- παρόρμηση
- νικήσω (κάποιον)
- γοητεία
- ξεγελώ
- Κολακεύω
- πλύση εγκεφάλου
- μεταστρέφω
- Πείθω
- συζητώ
- ζωγραφίζω
- ικετεύω
- προτρέπω
- Γρήγορη ομιλία
- κλίση
- επιρροή
- Ενδιαφέρον
- Πήγαινε μπροστά
- δόλωμα
- πείθω υπερβολικά
- επικρατώ (πάνω ή επί)
- προτροπή
- πουλάω
- χιόνι
- ταλάντευση
- πειράζω
- κολακεύω
Nearest Words of convince
Definitions and Meaning of convince in English
convince (v)
make (someone) agree, understand, or realize the truth or validity of something
FAQs About the word convince
πείθω
make (someone) agree, understand, or realize the truth or validity of something
φέρνω,πείθω,ικανοποιώ,διαφωνώ,ελκω,πείθω,μετατρέπω,δελεάζω,κέρδος,πάρει
αποτρέπω,αποθαρρύνω,Αποτρέπω,απούλητος
conviction => πεποίθηση, convictfish => κατάδικος, convict fish => Κόνβικτ ψάρι, convict => κατάδικος, conveyor => μεταφορέας,