Greek Meaning of talk (into)
μιλάω (σε)
Other Greek words related to μιλάω (σε)
- πείθω
- πείθω
- ικανοποιώ
- νικήσω (κάποιον)
- διαφωνώ
- ελκω
- φέρνω
- μεταστρέφω
- μετατρέπω
- κέρδος
- πάρει
- προκαλώ
- Πήγαινε μπροστά
- κινώ
- παρόρμηση
- επικρατώ (πάνω ή επί)
- γοητεία
- ξεγελώ
- Κολακεύω
- blarney
- πλύση εγκεφάλου
- Πείθω
- μασάω
- πείθω
- συζητώ
- συζήτηση
- διαμάχη
- ζωγραφίζω
- δελεάζω
- ικετεύω
- προτρέπω
- κλίση
- επιρροή
- Ενδιαφέρον
- δόλωμα
- αμφισβητήσιμος
- πείθω υπερβολικά
- προτροπή
- πουλάω
- χιόνι
- ταλάντευση
- πειράζω
- κολακεύω
- Γρήγορη ομιλία
- ψήγμα (πάνω από)
- λόγος (με)
Nearest Words of talk (into)
- talk (to) => μιλάω με
- talk a blue streak => κουβέντα της κουβέντας
- talk down (to) => υποτιμώ
- talk out => μιλήστε έξω
- talk up => μιλάω
- talkathon => μαραθώνιος συζήτησης
- talked (about) => για
- talked (into) => talked (into) - μίλησα (στην)
- talked (to) => μίλησε (σε)
- talked a blue streak => Μιλούσε ακατάπαυστα
Definitions and Meaning of talk (into) in English
talk (into)
to get (someone) to do something by talking about the good reasons for doing it
FAQs About the word talk (into)
μιλάω (σε)
to get (someone) to do something by talking about the good reasons for doing it
πείθω,πείθω,ικανοποιώ,νικήσω (κάποιον),διαφωνώ,ελκω,φέρνω,μεταστρέφω,μετατρέπω,κέρδος
αποτρέπω,αποθαρρύνω,Αποτρέπω,απούλητος
talk (about) => (μιλάω (για)), tale-telling => ιστορία, tale-teller => παραμυθάς, talents => ταλέντα, talebearings => κουτσομπολιά,