Greek Meaning of win (over)
νικήσω (κάποιον)
Other Greek words related to νικήσω (κάποιον)
- φέρνω
- πείθω
- πάρει
- πείθω
- ικανοποιώ
- διαφωνώ
- ελκω
- μεταστρέφω
- μετατρέπω
- κέρδος
- προκαλώ
- κινώ
- παρόρμηση
- επικρατώ (πάνω ή επί)
- μιλάω (σε)
- γοητεία
- ξεγελώ
- Κολακεύω
- blarney
- πλύση εγκεφάλου
- Πείθω
- μασάω
- πείθω
- συζητώ
- συζήτηση
- διαμάχη
- ζωγραφίζω
- δελεάζω
- ικετεύω
- προτρέπω
- κλίση
- επιρροή
- Ενδιαφέρον
- Πήγαινε μπροστά
- δόλωμα
- αμφισβητήσιμος
- πείθω υπερβολικά
- προτροπή
- πουλάω
- χιόνι
- ταλάντευση
- πειράζω
- κολακεύω
- Γρήγορη ομιλία
- ψήγμα (πάνω από)
- λόγος (με)
Nearest Words of win (over)
Definitions and Meaning of win (over) in English
win (over)
to persuade (someone) to accept and support something (such as an idea) after opposing it
FAQs About the word win (over)
νικήσω (κάποιον)
to persuade (someone) to accept and support something (such as an idea) after opposing it
φέρνω,πείθω,πάρει,πείθω,ικανοποιώ,διαφωνώ,ελκω,μεταστρέφω,μετατρέπω,κέρδος
αποτρέπω,αποθαρρύνω,Αποτρέπω,απούλητος
win (back) => κερδίζω (πίσω), win (against) => κερδίζω (τον), wimps => δειλοί, wimpishness => Δειλία, wimpiness => Δειλία,