Greek Meaning of will-less

αβούλητος

Other Greek words related to αβούλητος

Definitions and Meaning of will-less in English

will-less

not exercising the will, involving no exercise of the will

FAQs About the word will-less

αβούλητος

not exercising the will, involving no exercise of the will

τυχαίο,αυθόρμητος,απρόθυμος,αυτόματος,εξαναγκασμένος,εξαναγκαστικός,ενστικτώδης,ακούσιος,Αναίσθητος,ακούσιος

συνειδητός,εσκεμμένος,εκούσιος,σκόπιμος,μη αναγκαστικός,αυθόρμητο,εθελοντικός,εσκεμμένος,εκούσιος,πρόθυμος

williwaws => Γουίλιγουω, wiling => πρόθυμος, wiles => κόλπα, wiled => άγριος, wildwoods => άγρια δάση,