Greek Meaning of freewill

ελεύθερη βούληση

Other Greek words related to ελεύθερη βούληση

Definitions and Meaning of freewill in English

Wordnet

freewill (s)

done of your own accord

Webster

freewill (a.)

Of or pertaining to free will; voluntary; spontaneous; as, a freewill offering.

FAQs About the word freewill

ελεύθερη βούληση

done of your own accordOf or pertaining to free will; voluntary; spontaneous; as, a freewill offering.

εθελοντικός,εθελοντής,πρόθυμος,συνειδητός,αυθόρμητος,μη αναγκαστικός,αυθόρμητο,εθελοντικός,εσκεμμένος,διακριτικός

εξαναγκασμένος,εξαναγκαστικός,ακούσιος,ακούσιος,ακούσιος,αβούλητος,εξαναγκασμένος,υποχρεωτικό,επιβεβλημένος,Υποχρεωτικό

freewheeling => ελεύθερος τροχός, freewheeler => Ελεύθερο τροχό, freewheel => ελεύθερος τροχός, freeway => Αυτοκινητόδρομος, freeware => δωρεάν λογισμικό,