Greek Meaning of volitional
εθελοντικός
Other Greek words related to εθελοντικός
Nearest Words of volitional
Definitions and Meaning of volitional in English
volitional (s)
with deliberate intention
volitional (a.)
Belonging or relating to volition.
FAQs About the word volitional
εθελοντικός
with deliberate intentionBelonging or relating to volition.
εθελοντικός,εθελοντής,πρόθυμος,συνειδητός,ελεύθερη βούληση,αυθόρμητος,μη αναγκαστικός,αυθόρμητο,εσκεμμένος,διακριτικός
εξαναγκασμένος,εξαναγκαστικός,ακούσιος,ακούσιος,εξαναγκασμένος,υποχρεωτικό,επιβεβλημένος,Υποχρεωτικό,απαραίτητος,Υποχρεωτικός
volition => Θέληση, volitient => εκούσιος, volitation => Πτήση, volitable => Ευμετάβλητος, volgograd => Βόλγκογκραντ,