Greek Meaning of uncoerced

μη αναγκαστικός

Other Greek words related to μη αναγκαστικός

Definitions and Meaning of uncoerced in English

Wordnet

uncoerced (s)

not brought about by coercion or force

FAQs About the word uncoerced

μη αναγκαστικός

not brought about by coercion or force

εθελοντικός,εθελοντής,πρόθυμος,συνειδητός,ελεύθερη βούληση,αυθόρμητος,αυθόρμητο,εθελοντικός,εσκεμμένος,διακριτικός

εξαναγκασμένος,εξαναγκασμένος,εξαναγκαστικός,ακούσιος,ακούσιος,υποχρεωτικό,επιβεβλημένος,Υποχρεωτικό,απαραίτητος,μη εκλεγμένος

uncock => ξεσφίγγω, uncoated => Απαράτη, uncoach => ανεκπαίδευτος, unco => ασυνήθιστος, uncluttered => Ακατάστατος,