Greek Meaning of nonvoluntary
ακούσιος
Other Greek words related to ακούσιος
Nearest Words of nonvoluntary
- nonvolatilizable => Μη πτητικό
- nonvolatilisable => Μη πτητικό
- non-volatile storage => Μη πτητική μνήμη
- nonvolatile storage => Μη πτητική αποθήκευση
- nonvolatile => μη πτητικό
- nonvisual => Μη οπτικός
- nonviscid => μη ιξώδες
- nonviolently => μη βίαια
- nonviolent resistance => Μη βίαιη αντίσταση
- nonviolent => Μη βίαιος
Definitions and Meaning of nonvoluntary in English
nonvoluntary (a)
not subject to the control of the will
FAQs About the word nonvoluntary
ακούσιος
not subject to the control of the will
υποχρεωτικό,Υποχρεωτικό,μη εκλεγμένος,Υποχρεωτικός,απαιτούμενο,προϋπόθεση,ουσιαστικός,αναντικατάστατος,απαραίτητος
εναλλακτική,διακριτικός,προαιρετικό,προαιρετικό,εθελοντικός,εναλλασσόμενος,περιττός,επιλεγμένος,περιττός,ανεπιθύμητο
nonvolatilizable => Μη πτητικό, nonvolatilisable => Μη πτητικό, non-volatile storage => Μη πτητική μνήμη, nonvolatile storage => Μη πτητική αποθήκευση, nonvolatile => μη πτητικό,