Greek Meaning of self-imposed

αυτοεπιβαλλόμενος

Other Greek words related to αυτοεπιβαλλόμενος

Definitions and Meaning of self-imposed in English

Wordnet

self-imposed (s)

voluntarily assumed or endured

Webster

self-imposed (a.)

Voluntarily taken on one's self; as, self-imposed tasks.

FAQs About the word self-imposed

αυτοεπιβαλλόμενος

voluntarily assumed or enduredVoluntarily taken on one's self; as, self-imposed tasks.

εθελοντικός,εθελοντής,πρόθυμος,αυθόρμητος,εθελοντικός,συνειδητός,εσκεμμένος,διακριτικός,προαιρετικό,ελεύθερη βούληση

εξαναγκασμένος,επιβεβλημένος,εξαναγκαστικός,ακούσιος,Υποχρεωτικό,εξαναγκασμένος,υποχρεωτικό,απαραίτητος,μη εκλεγμένος,ακούσιος

self-important => εγωιστής, self-importance => Αυτοπεποίθηση, self-imparting => αυταποδιδόμενος, self-ignorant => αυτοκριτικός, self-ignorance => αυτομάθηση,