Greek Meaning of self-incrimination
Αυτοενοχοποίηση
Other Greek words related to Αυτοενοχοποίηση
- αναγνώριση
- αναγνώριση
- εισαγωγή
- επιβεβαίωση
- Ισχυρισμός
- ομολογία
- εξομολόγηση
- επιβεβαίωση
- δήλωση
- αποκάλυψη
- επιμονή
- επάγγελμα
- Αυτοκατηγορία
- αυτοαπάτη
- αυτομομφή
- αυτοκριτική
- επίδομα
- συγγνώμη
- εγγύηση
- προδοσία
- Αίτηση
- παραχώρηση
- αποκάλυψη
- αναγγελία
- προφορά
- αποκάλυψη
- εξομολόγηση
- αυτοαποκάλυψη
- ανακοίνωση
- ενοχή
- συντριβή
- μετάνοια
- δώρο
- στρίψιμο χεριών
- μετάνοια
- μετανόηση
- Μετάνοια
- τύψεις
- μετάνοια
- ευθύνη
- δρόμος
Nearest Words of self-incrimination
- self-indignation => Αυτοϋποτίμηση
- self-induced => Αυτοπαραγόμενο
- self-inductance => αυτοεπαγωγή
- self-induction => Αυτοεπαγωγή
- self-indulgence => αυτοϊκανοποίηση
- self-indulgent => εγωιστικός
- self-indulgently => ματαιόδοξα
- self-insurance => αυτοασφάλιση
- self-interest => Ίδιο συμφέρον
- self-interested => εγωιστικός
Definitions and Meaning of self-incrimination in English
self-incrimination (n)
an accusation that incriminates yourself
FAQs About the word self-incrimination
Αυτοενοχοποίηση
an accusation that incriminates yourself
αναγνώριση,αναγνώριση,εισαγωγή,επιβεβαίωση,Ισχυρισμός,ομολογία,εξομολόγηση,επιβεβαίωση,δήλωση,αποκάλυψη
άρνηση,άρνηση,απόρριψη,απαγόρευση,αποποίηση ευθύνης,μη εισδοχή,αποκήρυξη,αποκήρυξη,αποκήρυξη
self-improvement => αυτοβελτίωση, self-imposture => αυτοαπάτη, self-imposed => αυτοεπιβαλλόμενος, self-important => εγωιστής, self-importance => Αυτοπεποίθηση,