Greek Meaning of self-revelation

αυτοαποκάλυψη

Other Greek words related to αυτοαποκάλυψη

Definitions and Meaning of self-revelation in English

self-revelation

revelation of one's own thoughts, feelings, and attitudes especially without deliberate intent

FAQs About the word self-revelation

αυτοαποκάλυψη

revelation of one's own thoughts, feelings, and attitudes especially without deliberate intent

αναγνώριση,αναγνώριση,εισαγωγή,επιβεβαίωση,ομολογία,εξομολόγηση,επιβεβαίωση,δήλωση,επιμονή,αποκάλυψη

άρνηση,άρνηση,απόρριψη,αποκήρυξη,απαγόρευση,αποποίηση ευθύνης,μη εισδοχή,αποκήρυξη,αποκήρυξη

self-reproachful => αυτοκριτικός, self-reliances => αυτοπεποίθηση, self-regarding => εγωιστικός, self-reflective => αυτοαναφορικός, self-reflection => αυτοπροβληματισμός,