Greek Meaning of self-supported
αυτοσυντήρητος
Other Greek words related to αυτοσυντήρητος
Nearest Words of self-supported
- self-support => αυτοεξάρτηση
- self-sufficiencies => Αυτοεξαρτήσεις
- self-subsisting => αυτάρκεια
- self-subsistent => αυτάρκης
- self-subsistence => αυτοσυντήρηση
- self-starters => Αυτοκινητήρες
- self-searching => αυτοαναζήτηση
- self-scrutiny => αυτοεξέταση
- self-ruling => αυτοδιοικούμενος
- self-revelation => αυτοαποκάλυψη
- self-supports => Αυτοϋποστηριζόμενο
- sell (for) => πωλώ (με)
- sell (out) => πουλάω (έξω)
- sell a bill of goods to => Ξεγέλαση
- sell down the river => Πούλησε κάτω από το ποτάμι
- selling (for) => πουλάει (για)
- selling (out) => Πωλήσεις (έξω)
- selling a bill of goods to => Πώληση τιμολογίου αγαθών προς
- selling down the river => πουλώ κάτι πολύ φτηνά
- selling short => Βραχυπώληση
Definitions and Meaning of self-supported in English
self-supported
independent support of oneself or itself
FAQs About the word self-supported
αυτοσυντήρητος
independent support of oneself or itself
ανεξάρτητος,αυτόνομος,δωρεάν,ισχυρός,αυτόνομος,ανεξάρτητος,αυτάρκης,αυτάρκης,αυτοσυντηρούμενος,αυτοσυντήρηση
εξαρτημένος,ανήμπορος,ανεπαρκής,ανίκανος,Ανεπαρκής,εξαρτημένος,Αδύναμος
self-support => αυτοεξάρτηση, self-sufficiencies => Αυτοεξαρτήσεις, self-subsisting => αυτάρκεια, self-subsistent => αυτάρκης, self-subsistence => αυτοσυντήρηση,