Greek Meaning of resilient
ανθεκτικός
Other Greek words related to ανθεκτικός
Nearest Words of resilient
Definitions and Meaning of resilient in English
resilient (s)
recovering readily from adversity, depression, or the like
elastic; rebounds readily
resilient (a.)
Leaping back; rebounding; recoiling.
FAQs About the word resilient
ανθεκτικός
recovering readily from adversity, depression, or the like, elastic; rebounds readilyLeaping back; rebounding; recoiling.
ευέλικτος,πλαστικό,Τέντωμα,προσαρμοστικός,Ελαστικό,ελαστικός,εύκαμπτος, εύπλαστος,ελαστικός,ελαστικός,ελαστικός
συμπαγής,σκληρός,ανελαστικό,άκαμπτος,άκαμπτος,στερεός,άκαμπτος,εύθραυστος,στερεός,φολιδωτός
resiliency => Ανθεκτικότητα, resilience => Ανθεκτικότητα, resiled => ανθεκτικός, resile => αποποιούμαι, resignment => παραίτηση,