Greek Meaning of whippy

μαστίγιο

Other Greek words related to μαστίγιο

Definitions and Meaning of whippy in English

Wordnet

whippy (s)

bending and snapping back readily without breaking

FAQs About the word whippy

μαστίγιο

bending and snapping back readily without breaking

ελαστικός,ευέλικτος,πλαστικό,ανθεκτικός,ελαστικός,ελαστικός,Τέντωμα,ελαστικός,Ελαστικό,εύπλαστος

σκληρός,ανελαστικό,άκαμπτος,άκαμπτος,στερεός,άκαμπτος,εύθραυστος,συμπαγής,Κροκαλένια,στερεός

whip-poor-will => γυδοβελόνι, whippoorwill => φιδαετός, whippletree => Στράγγες τροχού, whipple's penstemon => Διμορφοθήκη, whipping top => σβούρα,