FAQs About the word whipping boy

Αποδιοπομπαίος τράγος

someone who is punished for the errors of others

δικαιολογία,Τράγος εξ αμαξών,κατσίκα,Τράγος εξ αμαρτείας,θύμα,πίθηκος,εξαπατώ,Σήμα,χλευασμός

No antonyms found.

whipping => μαστίγωμα, whippet => Γουίπετ, whippersnapper => Τσακάλι, whipper-in => Επιπλήττων, whipperin => Μαστίγωμα,