Greek Meaning of whipper
σαντιγί
Other Greek words related to σαντιγί
Nearest Words of whipper
- whipped cream => Σαντιγύ
- whipped => χτυπημένος
- whipparee => Γουίπαρι
- whiplike => μαστιγωτός
- whiplash injury => Τραυματισμός μαστιγίου
- whiplash => τραυματισμός από μαστίγωμα
- whipgrafting => Εντερισμός με μαστίγωση
- whipgrafted => εμβολιασμένο με μαστίγιο
- whipgraft => Εμβολιασμός με μαστίγιο
- whipcord => μαστίγιο
Definitions and Meaning of whipper in English
whipper (n)
a person who administers punishment by wielding a switch or whip
whipper (n.)
One who whips; especially, an officer who inflicts the penalty of legal whipping.
One who raises coal or merchandise with a tackle from a chip's hold.
A kind of simple willow.
FAQs About the word whipper
σαντιγί
a person who administers punishment by wielding a switch or whipOne who whips; especially, an officer who inflicts the penalty of legal whipping., One who raise
μίξερ,κατακτητής,κύριος,κουρευτική μηχανή,νικητής,πρωταθλητής,πρωταθλητής,Placer,Χάρακας,υποτακτής
αποπλύνετε,αποτυχία,αποτυχία,Σάκος του μποξ,κουτοπόνηρος,παραιτημένος,αουτσάιντερ
whipped cream => Σαντιγύ, whipped => χτυπημένος, whipparee => Γουίπαρι, whiplike => μαστιγωτός, whiplash injury => Τραυματισμός μαστιγίου,