Greek Meaning of ruler
Χάρακας
Other Greek words related to Χάρακας
- Αυτοκράτορας
- βασιλιάς
- μονάρχης
- κυρίαρχος
- Αὐτοκράτορας
- αυτοκράτειρα
- Φεουδάρχης
- ΠΟτεντάτος
- πρίγκιπας
- βασίλισσα
- κυρίαρχος
- εμίρης
- εμίρης
- αυταρχικός
- Καίσαρας
- συγκυβερνήτης
- τσάρος
- Δέσποτης
- δικτάτορας
- εμίρης
- Φύρερ
- καίσαρ (kaisár)
- χεδίβης
- κύριος
- μεγιστάνας
- Σατράπης
- σάx
- Σουλτάνος
- Σουβερένος
- Τσάρος
- Τύραννος
- τσάρος
Nearest Words of ruler
- rule-monger => Κανονάκιας
- ruleless => χωρίς κανόνες
- rule-governed => διευθυνόμενο από κανόνες
- ruled => κυβερνούσε
- rule out => αποκλείω
- rule of thumb => κανόνας του αντίχειρα
- rule of morphology => Κανόνας μορφολογίας
- rule of law => κράτος δικαίου
- rule of grammar => Γραμματικός κανόνας
- rule of evidence => κανόνας απόδειξης
Definitions and Meaning of ruler in English
ruler (n)
a person who rules or commands
measuring stick consisting of a strip of wood or metal or plastic with a straight edge that is used for drawing straight lines and measuring lengths
ruler (n.)
One who rules; one who exercises sway or authority; a governor.
A straight or curved strip of wood, metal, etc., with a smooth edge, used for guiding a pen or pencil in drawing lines. Cf. Rule, n., 7 (a).
FAQs About the word ruler
Χάρακας
a person who rules or commands, measuring stick consisting of a strip of wood or metal or plastic with a straight edge that is used for drawing straight lines a
Αυτοκράτορας,βασιλιάς,μονάρχης,κυρίαρχος,Αὐτοκράτορας,αυτοκράτειρα,Φεουδάρχης,ΠΟτεντάτος,πρίγκιπας,βασίλισσα
No antonyms found.
rule-monger => Κανονάκιας, ruleless => χωρίς κανόνες, rule-governed => διευθυνόμενο από κανόνες, ruled => κυβερνούσε, rule out => αποκλείω,