Greek Meaning of rulership
Κυριαρχία
Other Greek words related to Κυριαρχία
- διοίκηση
- έλεγχος
- Διακυβέρνηση
- κυβέρνηση
- Ηγεσία
- διαχείριση
- προεδρία
- διαχείριση
- σύστημα
- φροντίδα
- συμπεριφορά
- επιμέλεια
- κατεύθυνση
- στρατηγικό αξίωμα
- επιτροπεία
- καθοδήγηση
- χειρισμός
- διοίκηση
- χειραγώγηση
- λειτουργία
- εποπτεία
- Προστασία
- κανονισμός
- τρέξιμο
- εποπτεία
- επιθεώρηση
- επίβλεψη
- εμπιστοσύνη
- κηδεμονία
- Νοσοκομειακό τμήμα
- Αιγίδα
- χρέωση
- συντονισμός
- Συδιαχείριση
- Αιγίς
- Μηχανική
- φύλαξη
- γύρος
- εφοδιασμός
- Ραδιουργία
- φύλαξη
Nearest Words of rulership
- ruler => Χάρακας
- rule-monger => Κανονάκιας
- ruleless => χωρίς κανόνες
- rule-governed => διευθυνόμενο από κανόνες
- ruled => κυβερνούσε
- rule out => αποκλείω
- rule of thumb => κανόνας του αντίχειρα
- rule of morphology => Κανόνας μορφολογίας
- rule of law => κράτος δικαίου
- rule of grammar => Γραμματικός κανόνας
Definitions and Meaning of rulership in English
rulership (n)
the position of ruler
FAQs About the word rulership
Κυριαρχία
the position of ruler
διοίκηση,έλεγχος,Διακυβέρνηση,κυβέρνηση,Ηγεσία,διαχείριση,προεδρία,διαχείριση,σύστημα,φροντίδα
No antonyms found.
ruler => Χάρακας, rule-monger => Κανονάκιας, ruleless => χωρίς κανόνες, rule-governed => διευθυνόμενο από κανόνες, ruled => κυβερνούσε,