Greek Meaning of rulership

Κυριαρχία

Other Greek words related to Κυριαρχία

Definitions and Meaning of rulership in English

Wordnet

rulership (n)

the position of ruler

FAQs About the word rulership

Κυριαρχία

the position of ruler

διοίκηση,έλεγχος,Διακυβέρνηση,κυβέρνηση,Ηγεσία,διαχείριση,προεδρία,διαχείριση,σύστημα,φροντίδα

No antonyms found.

ruler => Χάρακας, rule-monger => Κανονάκιας, ruleless => χωρίς κανόνες, rule-governed => διευθυνόμενο από κανόνες, ruled => κυβερνούσε,