Greek Meaning of leadership
Ηγεσία
Other Greek words related to Ηγεσία
- Διακυβέρνηση
- διαχείριση
- διοίκηση
- έλεγχος
- κατεύθυνση
- στρατηγικό αξίωμα
- κυβέρνηση
- μόλυβδος
- αστυνόμευση
- τρέξιμο
- διεύθυνση
- διαχείριση
- Αιγίδα
- υπό την αιγίδα
- φροντίδα
- χρέωση
- επιτροπεία
- καθοδήγηση
- ηγεσία
- παρακολούθηση
- τήρηση
- παρατήρηση
- παρατηρώντας
- εποπτεία
- πλοήγηση
- Προστασία
- κανονισμός
- βασιλεία
- Κανόνας
- βοσκός
- εποπτεία
- επιθεώρηση
- επίβλεψη
- επιτήρηση
- επιτροπεία
- κηδεμονία
Nearest Words of leadership
Definitions and Meaning of leadership in English
leadership (n)
the activity of leading
the body of people who lead a group
the status of a leader
the ability to lead
leadership (n.)
The office of a leader.
FAQs About the word leadership
Ηγεσία
the activity of leading, the body of people who lead a group, the status of a leader, the ability to leadThe office of a leader.
Διακυβέρνηση,διαχείριση,διοίκηση,έλεγχος,κατεύθυνση,στρατηγικό αξίωμα,κυβέρνηση,μόλυβδος,αστυνόμευση,τρέξιμο
No antonyms found.
leaders => ηγέτες, leader => ηγέτης, leaden => μολυβένιος, leaded petrol => Μολυβδούχος βενζίνη, leaded gasoline => εμμολυβδωμένη βενζίνη,