Greek Meaning of running
τρέξιμο
Other Greek words related to τρέξιμο
- λειτουργική
- επιχειρησιακό
- λειτουργικός
- ενεργός
- ζωντανός
- Λειτουργικός
- λειτουργικός
- πηγαίνω
- ισχύει
- σε
- ζωντανά
- ζωντανό
- λειτουργικός
- λειτουργική
- σε λειτουργία
- απασχολημένος
- δυναμικός
- αποτελεσματικός
- πρόσφορο
- εργοδοτήσιμος
- ακμάζων
- βόμβος
- εν κίνησει
- αποδίδει
- παραγωγικός
- σερβίρισμα
- ακμάζων
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- βιώσιμος
- εφικτό
- υποχωρητικός
- σε λειτουργία
- online
- παραγωγική
- σπασμένο
- νεκρός
- αδρανής
- ανενεργός
- Μη λειτουργικό
- συλληφθείς
- αδρανής
- αδρανής
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- καπούτ
- μη λειτουργικός
- εκτός λειτουργίας
- Άχρηστο
- άχρηστος
- απενεργοποιημένο
- απόσυρση
- καππούτ
- Μη ενεργοποιημένο
- μη λειτουργικός
- μη χειρουργικός
- κοιμισμένος
- χέρσος
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- λανθάνων
- άψυχο
- μη παραγωγικός
- αδρανής
- νυσταγμένος
- μη παραγωγικός
- ανέφικτος
- Στασιμα
Nearest Words of running
- running away => τρέχοντας μακριά
- running back => αμυντικός χαφ
- running blackberry => Βατόμουρο
- running board => Βαθμίδα
- running game => Παιχνίδι τρεξίματος
- running hand => Γραφή με το χέρι
- running head => κεφαλίδα
- running headline => Έντιτλος
- running light => Φώτα θέσεως
- running load => Τρέξιμο φορτίου
Definitions and Meaning of running in English
running (n)
(American football) a play in which a player attempts to carry the ball through or past the opposing team
the act of running; traveling on foot at a fast pace
the state of being in operation
the act of administering or being in charge of something
the act of participating in an athletic competition involving running on a track
running (a)
(of fluids) moving or issuing in a stream
of advancing the ball by running
executed or initiated by running
running (s)
continually repeated over a period of time
measured lengthwise
(of e.g. a machine) performing or capable of performing
running (p. pr. & vb. n.)
of Run
running (a.)
Moving or advancing by running.
Having a running gait; not a trotter or pacer.
trained and kept for running races; as, a running horse.
Successive; one following the other without break or intervention; -- said of periods of time; as, to be away two days running; to sow land two years running.
Flowing; easy; cursive; as, a running hand.
Continuous; keeping along step by step; as, he stated the facts with a running explanation.
Extending by a slender climbing or trailing stem; as, a running vine.
Discharging pus; as, a running sore.
running (n.)
The act of one who, or of that which runs; as, the running was slow.
That which runs or flows; the quantity of a liquid which flows in a certain time or during a certain operation; as, the first running of a still.
The discharge from an ulcer or other sore.
FAQs About the word running
τρέξιμο
(American football) a play in which a player attempts to carry the ball through or past the opposing team, the act of running; traveling on foot at a fast pace,
λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,ενεργός,ζωντανός,Λειτουργικός,λειτουργικός,πηγαίνω,ισχύει,σε
σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,Μη λειτουργικό,συλληφθείς,αδρανής,αδρανής,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός
runniness => Ρευστότητα, runnet => Πυτιά, runner-up finish => Δεύτερος, runner-up => Δεύτερος, runner bean => Φασολάκι φρέσκο,