Greek Meaning of in force

ισχύει

Other Greek words related to ισχύει

Definitions and Meaning of in force in English

Wordnet

in force (s)

exerting force or influence

FAQs About the word in force

ισχύει

exerting force or influence

ενεργός,Λειτουργικός,λειτουργικός,σε,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,σε λειτουργία,online,ζωντανός

σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,εκτός λειτουργίας,άχρηστος,μη λειτουργικός,μη χειρουργικός,συλληφθείς,κοιμισμένος

in for => προορίζεται για, in flight => κατά την πτήση, in fiscal matters => σε φορολογικά θέματα, in fashion => Στη μόδα, in fact => στην πραγματικότητα,