Greek Meaning of in for

προορίζεται για

Other Greek words related to προορίζεται για

Definitions and Meaning of in for in English

Wordnet

in for (s)

certain to get or have

FAQs About the word in for

προορίζεται για

certain to get or have

από,μέσω,μέσω,με,ανά,με μεγάλη προσπάθεια,διά,εν δυνάμει,βάσει

έξω,τυρώδης,παλιομοδίτικος,ξεπερασμένος.,κολλώδης,άνοστος,μη ελκυστικός,άπρεπος,όχι κουλ,ξεπερασμένος

in flight => κατά την πτήση, in fiscal matters => σε φορολογικά θέματα, in fashion => Στη μόδα, in fact => στην πραγματικότητα, in extremis => στα άκρα,