Greek Meaning of in for
προορίζεται για
Other Greek words related to προορίζεται για
- έξω
- τυρώδης
- παλιομοδίτικος
- ξεπερασμένος.
- κολλώδης
- άνοστος
- μη ελκυστικός
- άπρεπος
- όχι κουλ
- ξεπερασμένος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- άχαρος
- άκομψος
- ακατάστατος
- τσαλακωμένος
- φθαρμένος
- ύπουλος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- άμορφος
- χυδαίος
- Αχιούμον
- άσχημος
- ατημέλητος
- ξεπερασμένος
- άκομψος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
Nearest Words of in for
- in flight => κατά την πτήση
- in fiscal matters => σε φορολογικά θέματα
- in fashion => Στη μόδα
- in fact => στην πραγματικότητα
- in extremis => στα άκρα
- in evidence => αποδεδειγμένο
- in everyone's thoughts => στις σκέψεις όλων
- in essence => κατ' ουσίαν
- in esse => κατά φύσιν
- in effect => στην πραγματικότητα
Definitions and Meaning of in for in English
in for (s)
certain to get or have
FAQs About the word in for
προορίζεται για
certain to get or have
από,μέσω,μέσω,με,ανά,με μεγάλη προσπάθεια,διά,εν δυνάμει,βάσει
έξω,τυρώδης,παλιομοδίτικος,ξεπερασμένος.,κολλώδης,άνοστος,μη ελκυστικός,άπρεπος,όχι κουλ,ξεπερασμένος
in flight => κατά την πτήση, in fiscal matters => σε φορολογικά θέματα, in fashion => Στη μόδα, in fact => στην πραγματικότητα, in extremis => στα άκρα,