Greek Meaning of in full
στο σύνολό του
Other Greek words related to στο σύνολό του
Nearest Words of in full
Definitions and Meaning of in full in English
in full (r)
referring to a quantity
FAQs About the word in full
στο σύνολό του
referring to a quantity
έκρηξη,γεμάτο,γεμάτο,γεμάτος,μαρμελάδα,φορτωμένο,συσκευασμένο,Γεμιστό,γέματος,υπερχειλής
Γυμνός,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,ανεπαρκής,ατελής,Ανεπαρκής,κοντός,σκληρός,ελεύθερος
in front => εμπρός, in force => ισχύει, in for => προορίζεται για, in flight => κατά την πτήση, in fiscal matters => σε φορολογικά θέματα,