Greek Meaning of in hand

στο χέρι

Other Greek words related to στο χέρι

Definitions and Meaning of in hand in English

Wordnet

in hand (r)

under control

FAQs About the word in hand

στο χέρι

under control

εκκρεμής,ανήσυχος,αμφιλεγόμενος,ανοιχτό,αβέβαιος,αναποφάσιστος,ακαθόριστος,ανεπίλυτο,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος

βέβαιος,αποφάσισε,αποφασισμένος,καθιερωμένος,επιβεβαιωμένο,Επιλεγμένο,εγκαταστημένος,σίγουρα

in great confusion => Σε μεγάλη σύγχυση, in good time => εγκαίρως, in good taste => καλόγουστο, in good spirits => με καλή διάθεση, in general => γενικά,