Greek Meaning of in general

γενικά

Other Greek words related to γενικά

Definitions and Meaning of in general in English

Wordnet

in general (r)

without distinction of one from others

FAQs About the word in general

γενικά

without distinction of one from others

βασικά,κυρίως,γενικά,σε μεγάλο βαθμό,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,συνολικά

ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,μόλις,μόνο,τέλεια,διεξοδικά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,απόλυτα

in gear => εν κίνησει, in fun => για διασκέδαση, in full swing => σε πλήρη εξέλιξη, in full action => σε πλήρη δράση., in full => στο σύνολό του,