Greek Meaning of primarily
κυρίως
Other Greek words related to κυρίως
Nearest Words of primarily
- primary => πρωτεύον
- primary amenorrhea => Πρωτοπαθής αμηνόρροια
- primary atypical pneumonia => Ατυπος πνευμονία
- primary care => Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
- primary care physician => Ιατρός πρωτοβάθμιας φροντίδας
- primary care provider => Γενικός ιατρός
- primary cell => Πρωτογενές κύτταρο
- primary censorship => Πρωτογενής λογοκρισία
- primary coil => Πρωτεύουσα περιέλιξη
- primary color => Πρωτογενή χρώματα
Definitions and Meaning of primarily in English
primarily (r)
for the most part
of primary import
FAQs About the word primarily
κυρίως
for the most part, of primary import
αρχικά,αρχικά,αρχικά,Αρχικά,πρώτον
τελικά,τελικά,τελικά
primaquine => Πριμακίνη, primality => πρωτότητα, primal => πρωτόγονος, primaeval => πρωτόγονος, primacy => προτεραιότητα,