Greek Meaning of primary censorship
Πρωτογενής λογοκρισία
Other Greek words related to Πρωτογενής λογοκρισία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of primary censorship
- primary cell => Πρωτογενές κύτταρο
- primary care provider => Γενικός ιατρός
- primary care physician => Ιατρός πρωτοβάθμιας φροντίδας
- primary care => Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
- primary atypical pneumonia => Ατυπος πνευμονία
- primary amenorrhea => Πρωτοπαθής αμηνόρροια
- primary => πρωτεύον
- primarily => κυρίως
- primaquine => Πριμακίνη
- primality => πρωτότητα
- primary coil => Πρωτεύουσα περιέλιξη
- primary color => Πρωτογενή χρώματα
- primary color for light => Πρωτεύον χρώμα για το φως
- primary color for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές
- primary colour => Βασικό χρώμα
- primary colour for light => Πρωτεύον χρώμα για φως
- primary colour for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές ουσίες
- primary dentition => Γαλακτοδόντια
- primary dysmenorrhea => Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια
- primary election => προκριματικές εκλογές
Definitions and Meaning of primary censorship in English
primary censorship (n)
armed forces censorship performed by personnel of a military unit on the personal communications of persons assigned to that unit
FAQs About the word primary censorship
Πρωτογενής λογοκρισία
armed forces censorship performed by personnel of a military unit on the personal communications of persons assigned to that unit
No synonyms found.
No antonyms found.
primary cell => Πρωτογενές κύτταρο, primary care provider => Γενικός ιατρός, primary care physician => Ιατρός πρωτοβάθμιας φροντίδας, primary care => Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, primary atypical pneumonia => Ατυπος πνευμονία,