Greek Meaning of primary dysmenorrhea
Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια
Other Greek words related to Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of primary dysmenorrhea
- primary dentition => Γαλακτοδόντια
- primary colour for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές ουσίες
- primary colour for light => Πρωτεύον χρώμα για φως
- primary colour => Βασικό χρώμα
- primary color for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές
- primary color for light => Πρωτεύον χρώμα για το φως
- primary color => Πρωτογενή χρώματα
- primary coil => Πρωτεύουσα περιέλιξη
- primary censorship => Πρωτογενής λογοκρισία
- primary cell => Πρωτογενές κύτταρο
- primary election => προκριματικές εκλογές
- primary feather => Πρωτεύουσα πτέρυγα
- primary health care => πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
- primary quill => πρωτεύον πτερό
- primary school => Δημοτικό σχολείο
- primary solid solution => Πρωτογενής στερεή διάλυση
- primary subtractive color for light => Πρωτογενές αφαιρετικό χρώμα για φως
- primary subtractive colour for light => Πρωτεύοντα υποαφαιρετικά χρώματα για το φως
- primary syphilis => Πρωτοπαθής σύφιλη
- primary tooth => νεογιλό δόντι
Definitions and Meaning of primary dysmenorrhea in English
primary dysmenorrhea (n)
painful menstruation that is intrinsic to menstruation and not the result of a disease
FAQs About the word primary dysmenorrhea
Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια
painful menstruation that is intrinsic to menstruation and not the result of a disease
No synonyms found.
No antonyms found.
primary dentition => Γαλακτοδόντια, primary colour for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές ουσίες, primary colour for light => Πρωτεύον χρώμα για φως, primary colour => Βασικό χρώμα, primary color for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές,