Greek Meaning of primary school
Δημοτικό σχολείο
Other Greek words related to Δημοτικό σχολείο
- δημόσιο σχολείο
- δημοτικό σχολείο
- Γραμματική σχολή
- Λύκειο
- Γυμνάσιο
- Γυμνάσιο
- Δημόσιο σχολείο
- Γυμνάσιο
- γυμνάσιο
- Επαγγελματική σχολή
- ακαδημία
- εσώκλειστη σχολή
- Δημοτικό σχολείο
- Νηπιαγωγείο
- Προπαρασκευαστικό σχολείο
- προπαρασκευαστικό σχολείο
- σχολείο
- Σχολή εκπαίδευσης
- Ακαδημαϊκοί κύκλοι
- μεντρεσές
- Σχολείο μαγνήτης
- μίνι σχολείο
- προετοιμασία
- Σεμινάριο
- σχολείο της Κυριακής
- Yeshivah .
Nearest Words of primary school
- primary quill => πρωτεύον πτερό
- primary health care => πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
- primary feather => Πρωτεύουσα πτέρυγα
- primary election => προκριματικές εκλογές
- primary dysmenorrhea => Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια
- primary dentition => Γαλακτοδόντια
- primary colour for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές ουσίες
- primary colour for light => Πρωτεύον χρώμα για φως
- primary colour => Βασικό χρώμα
- primary color for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές
- primary solid solution => Πρωτογενής στερεή διάλυση
- primary subtractive color for light => Πρωτογενές αφαιρετικό χρώμα για φως
- primary subtractive colour for light => Πρωτεύοντα υποαφαιρετικά χρώματα για το φως
- primary syphilis => Πρωτοπαθής σύφιλη
- primary tooth => νεογιλό δόντι
- primary winding => Πρωτεύουσα περιέλιξη
- primate => πρωτεύοντα
- primates => Πρωτεύοντα
- primateship => Πρωτευματολογία
- primatology => Πρωτευοντολογία
Definitions and Meaning of primary school in English
primary school (n)
a school for young children; usually the first 6 or 8 grades
FAQs About the word primary school
Δημοτικό σχολείο
a school for young children; usually the first 6 or 8 grades
δημόσιο σχολείο,δημοτικό σχολείο,Γραμματική σχολή,Λύκειο,Γυμνάσιο,Γυμνάσιο,Δημόσιο σχολείο,Γυμνάσιο,γυμνάσιο,Επαγγελματική σχολή
No antonyms found.
primary quill => πρωτεύον πτερό, primary health care => πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, primary feather => Πρωτεύουσα πτέρυγα, primary election => προκριματικές εκλογές, primary dysmenorrhea => Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια,